- περιαγωγός
- περιᾰγωγ-ός, όν,A causing to turn round, π. καὶ ἀναγωγὸς ὠφέλεια ταῖς ψυχαῖς Syr.in Metaph.14.36.II Subst. -ᾰγωγός, ὁ, circular canal, Sammelb.7379.25 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγωγός — causing to turn round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγός — όν, Α [περιάγω] 1. αυτός που προκαλεί περιαγωγή, δηλαδή περιφορά, περιστροφή, κυκλική στροφή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περιαγωγός διώρυγα που περιέκλειε κυκλικά περιοχή αγρών … Dictionary of Greek